μακαρτός

μακαρτός
μακαρτός, -ή, όν (Α)
μακαριστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάκαρ + κατάλ. -τός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μακαρτός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάκαρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αίολου και της Αμφιθέας. Αγάπησε την αδελφή του, Κανάκη, με την οποία συνδέθηκε. Όταν ο Αίολος έμαθε τις σχέσης τους, έστειλε στην Κανάκη ένα ξίφος, με το οποίο αυτοκτόνησε πρώτα εκείνη και ύστερα ο Μ. Ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”